παιωνίας

παιωνίας
παιωνίᾱς , παιώνιος
belonging to Paeon
fem acc pl
παιωνίᾱς , παιώνιος
belonging to Paeon
fem gen sg (attic doric aeolic)
παιωνίᾱς , παιωνία
peony
fem acc pl
παιωνίᾱς , παιωνία
peony
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παιωνιάς — παιωνιάς, άδος, ἡ (Α) βλ. παιώνιος …   Dictionary of Greek

  • Παιωνίας — Παιωνίᾱς , Παιώνιος 1 belonging to Paeon fem acc pl Παιωνίᾱς , Παιώνιος 1 belonging to Paeon fem gen sg (attic doric aeolic) Παιωνίᾱς , Παιωνιά fem acc pl Παιωνίᾱς , Παιωνιά fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιωνιάδος — Παιωνιάς fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιώνιος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γλύπτης από τη Mένδη της Xαλκιδικής, που έζησε το δεύτερο μισό του 5ου αι. π.Χ. Eίναι ένας από τους λίγους καλλιτέχνες των οποίων σώζεται πρωτότυπο έργο· η Νίκη του μουσείου της Ολυμπίας, που χρονολογείται γύρω στο… …   Dictionary of Greek

  • καρπόφυλλο — Όργανο των αγγειόσπερμων φυτών, που σχηματίζει κλειστό περίβλημα, μέσα στο οποίο βρίσκονται μία ή περισσότερες σπερματικές βλάστες. Το σύνολο των κ. αντιπροσωπεύει το θηλυκό μέρος του άνθους και χαρακτηρίζεται ως γυναικώνας. Κάθε μεμονωμένη δομή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”